- πολύβατος
- πολύβᾰτος1 much frequented θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε fr. 75. 3.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πολύβατος — ον, Α 1. αυτός που έχει πατηθεί πολλές φορές 2. πολυσύχναστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βατός (< βαίνω), πρβλ. ευρύ βατος] … Dictionary of Greek
πολύβατον — πολύβατος much trodden masc/fem acc sg πολύβατος much trodden neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυβάδιστος — ον, Α πολύβατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βάδιστος (< βαδίζω), πρβλ. ταχυ βάδιστος] … Dictionary of Greek